Προσεγγίζουμε το ζήτημα της χρήσης ναρκωτικών ουσιών ως κοινωνικό φαινόμενο.
Για το ζήτημα της χρήσης και κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών δεν μπορούμε να απομονώσουμε κάποιον ή κάποιους παράγοντες και με αυτό τον τρόπο να δώσουμε μια καθολική ερμηνεία για την ύπαρξη του φαινομένου. Αυτό όμως δεν μας απαγορεύει να επισημάνουμε την αποσπασματική αντιμετώπιση του προβλήματος ως σαν να μην είναι παράγωγο της κοινωνίας και να αφορά μόνο τους εξαρτημένους ή τους εφήβους που ενδέχεται να «παρασυρθούν».
Στην κοινωνική σκέψη έχει βαθειά ριζωθεί, πως η διαδικασία επίλυσης ενδοψυχικών προβλημάτων και φόβων γίνεται διαμέσου της κατανάλωσης ουσιών παράνομων ή μη. Το ίδιο συμβαίνει και με τις κοινωνικές εκδηλώσεις ή τις διαδικασίες αποδοχής από κάποιο κοινωνικό σύνολο. Σκεφτείτε πόσο γελοίο θα φάνταζε τα κέντρα διασκέδασης να σερβίρανε γάλα αντί για αλκοόλ. Η κατανάλωση ουσιών δυστυχώς έχει συνδεθεί με την χωρίς κόπο πρόσκαιρη αλλαγή της συμπεριφοράς ως προς την υποτιθέμενα επιθυμητή για τη κάθε περίσταση κατεύθυνση.
Μπορεί όλες οι ουσίες παράνομες ή νόμιμες, να λέγεται ότι δεν έχουν τον ίδιο βαθμό επικινδυνότητας ή αποδοχής στην κοινωνία, αυτό όμως δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα ριζικά. Δεν έχει σημασία η ουσία από την οποία θα εξαρτηθείς αλλά το ότι σαν κοινωνία αποδέχεσαι αυτή τη νοοτροπία, που σου επιτρέπει έστω και παροδικά να χάσεις τον έλεγχο του εαυτού σου. Στα πλαίσια αυτά ακούμε από τους χρήστες ότι μπορούν τάχα να ελέγχουν την κατανάλωση ουσιών με αποτέλεσμα να υπάρχει ένας άτυπος «αγώνας» ανάμεσα τους για το ποιος καταφέρνει διαμέσου της απώλειας ελέγχου να «ελέγξει» καλύτερα τον εαυτό του.
Αυτή η λογική εμφανίζεται και στις παρεμβάσεις απεξάρτησης με υποκατάστατα των ναρκωτικών, όπου το πρόβλημα εστιάζεται στην καταπολέμηση της συχνότητας και τις έντασης των συμπτωμάτων και όχι στην απαλλαγή της νοοτροπίας των εξαρτήσεων, κάτι που μπορούμε να παρατηρήσουμε στην δήθεν αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών παρεμβάσεων, οι οποίες μπορεί για παράδειγμα να απάλλαξαν τον χρήστη ναρκωτικών από τα ναρκωτικά, αλλά όχι από το αλκοόλ.
Στο ότι η κοινωνία μας δεν θέλει να παραδεχτεί το μερίδιο ευθύνης για την συντήρηση της κουλτούρας της εξάρτησης είναι περισσότερο ορατό και στις προσεγγίσεις που θέλουν την εξάρτηση να οφείλεται σε παράγοντες κληρονομικότητας. Ακόμα και αν είναι έτσι, η κοινωνία ως περιβάλλον επηρεάζει σημαντικά στην έκφραση ή μη ενός χαρακτηριστικού. Αν δεν υπήρχαν οι βλαβερές για την υγεία ουσίες, μια υποθετική εξάρτηση από το γάλα, που κοινωνικά δεν είναι αποδεκτή ως μορφή εξάρτησης, θα ήταν συγκριτικά σαφώς πιο ανώδυνη για κάποιον που είναι «προικισμένος» με τα «γονίδια της εξάρτησης».
Από την άλλη μεριά η συστηματική απουσία της κοινωνίας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ουσιαστικά, την βρίσκει να μην έχει αναπτύξει τις κατάλληλες υποδομές, για να αντεπεξέλθει στα αιτήματα των χρηστών για την όποια παρέμβαση. Επιπροσθέτως η αντιμετώπιση του χρήστη ως ενός ακόμα ο παράνομου εγκληματία δεν συμβάλει στη καταπολέμηση του προβλήματος αλλά στη δημιουργία της ψευδής συσχέτισης της χρήσης ναρκωτικών με τις λεγόμενες περιθωριακές ομάδες. Αν δεν γίνει κοινωνικά αντιληπτό ότι αυτό το ζήτημα μας αφορά όλους, η εξάλειψη του φαινομένου χρήσης και κατάχρησης παράνομων ουσιών δεν πρόκειται να γίνει ούτε στα πιο αισιόδοξα όνειρα μας.
Κοινοποιηση