H Ευγενία Σαρηγιαννίδη αναλύει το φαινόμενο της της κοινωνικής αποξένωσης, στην εποχή της κατάχρησης του διαδικτύου.
Τον Αύγουστο που μας πέρασε παρατηρήθηκε αύξηση της κίνησης των δεδομένων στο διαδίκτυο από τα κινητά τηλέφωνα, όπως προκύπτει από στατιστικές καταμετρήσεις των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας. Αυτό προφανώς δεν εκπλήσσει κανένα, διότι όλοι έχουμε «μάτια και βλέπουμε»: Στο βαγόνι του μετρό, στο λεωφορείο, στην παραλία, στα καφέ, ακόμα και στο προαύλιο των σχολείων παρατηρούμε (και όχι μόνο από άτομα νεαρής ηλικίας, παρότι εκεί είναι ίσως πιο έντονο), τη διαρκή ενασχόληση των ανθρώπων με ένα κινητό τηλέφωνο, στα πλαίσια μιας μόνιμης χρήσης των διαδικτυακών υπηρεσιών. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τέτοιου τύπου συμπεριφορές και να τις ερμηνεύσουμε θα πρέπει να τις προσεγγίσουμε μέσα από μια διττή ψυχοκοινωνιολογική προοπτική.
Αφενός, όπως αναφέρουν αρκετοί κοινωνιολόγοι, ζούμε στην εποχή της πρόσβασης (σε αγαθά και υπηρεσίες), όπου τα άτομα χωρίζονται σε δυο κατηγορίες α) τους users (χρήστες), β) τους losers (χαμένους). Ειδικότερα, όσον αφορά την πρόσβαση στο διαδίκτυο, η πρώτη κατηγορία, οι χρήστες, είναι όσοι χρησιμοποιούν συστηματικά τις διάφορες εφαρμογές (applications) δηλώνοντας την παρουσία τους μέσα σε αυτό το πληροφοριακό σύμπαν. Η δεύτερη κατηγορία, οι losers, είναι όσοι, απέχοντας από την αλληλεπίδραση μέσω των social media, επιλέγουν την εν μέρει κοινωνική τους περιθωριοποίηση, αφού είναι οι μονίμως απόντες από αυτήν την «μεγάλη διαδικτυακή παρέα». Αυτή η ιδέα λοιπόν, ότι η μόνιμη και διαρκής παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα προάγει την καλύτερη κοινωνική ένταξη, σπρώχνει όλο και περισσότερους ανθρώπους σε μια σχέση εξάρτησης από το κινητό τους τηλέφωνο, το οποίο συμβολίζει το μέσο της εύκολης πρόσβασης στην κοινωνική τους παρουσία, άρα του καταξιώνει ως σύγχρονους «δυτικούς πολίτες».
Το δεύτερο στοιχείο είναι εκείνο της επικοινωνίας ως διαδικασίας αμετάβατης. Με άλλα λόγια, τα άτομα δεν επικοινωνούν όταν έχουν να πουν κάτι ή κατά μείζονα λόγω επειδή έχουν να πουν κάτι συγκεκριμένο ή πραγματικά ενδιαφέρον, αλλά ως προέκταση μιας «υπερκινητικής» δράσης και μιας αποσπασματικής ή επιπόλαιης σκέψης, η οποία συνιστά απάντηση σε μια κατάσταση μόνιμης αμηχανίας, αλλά και σε μια αίσθηση «άδειου χρόνου». Αυτό συμβαίνει είτε κάθε φορά που βρίσκονται μόνοι τους ή ανάμεσα σε αγνώστους, είτε ακόμα και κάθε φορά που βρίσκονται με τη δική τους παρέα. Με ένα λόγο, το άτομο επιχειρεί να είναι διαρκώς απασχολημένο «με κάτι», περιορίζοντας τον χρόνο που θα αφιέρωνε είτε νοερώς στον εαυτό του, είτε στην δια ζώσης επικοινωνία με τους πλησίον του. Ως αποτέλεσμα, τα άτομα, όσο περισσότερο κοινωνικοποιούνται μέσω των social media, τόσο περισσότερο δυσκολεύονται στις εκ του σύνεγγυς αλληλεπιδράσεις τους με τους άλλους. Πρόκειται για μια κατάσταση η οποία μπορεί να πάρει πολύ αρνητικές διαστάσεις για τη ζωή κάποιου ανθρώπου, αφού επί παραδείγματι, κάποιος θα μπορούσε να έχει 2.000 φίλους στο facebook, χωρίς να βγαίνει σχεδόν καθόλου από το σπίτι του! Μια δηλαδή φαινομενική υπερκοινωνικότητα, η οποία κατ’ ουσίαν υποδηλώνει μια πλήρη κοινωνική αποξένωση και μια βαθύτατη μοναξιά.
Αυτή η υπερδραστηριότητα στις πλατφόρμες των social media θα μπορούσε, μέσα από μια περισσότερο κλινική ματιά, να προσεγγιστεί ως μια «μανιακή άμυνα»[1], δηλαδή ως αντίδραση και αντίδοτο σε μια καταθλιπτική συνθήκη ύπαρξης, όπου το άτομο δεν μπορεί να μείνει ούτε για ελάχιστο χρονικό διάστημα μόνο με τον εαυτό του. Προφανώς, αυτός ο «εαυτός» δεν ικανοποιεί το άτομο, η καθημερινή του ζωή δεν το ευχαριστεί και η επαφή με τους οικείους του ή δεν υπάρχει καθόλου ή όταν υπάρχει δεν το γεμίζει και δεν του αρκεί. Κατά συνέπεια, το άτομο οδηγείται στην αναζήτηση ενός «άλλου εαυτού», ο οποίος θα εμφανιζόταν στη διαδικτυακή κοινότητα μέσα από κάποιο προφίλ στο facebook. Στην περίπτωση αυτή, ο κατασκευασμένος εαυτός θα υπεραναπληρώνει μέσω των επαφών στα κοινωνικά δίκτυα την έλλειψη που αισθάνεται στην καθημερινή του ζωή και θα γεμίζει το κενό του εαυτού και του διαδικτυακού περιβάλλοντος με φαντασιώσεις διαδικτυακής επικοινωνίας.
Σύμφωνα πάντα με τον Βίννικοτ, κάποια κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία της προαναφερθείσης «μανιακής άμυνας» είναι α) «Η φυγή από την εσωτερική στην εξωτερική πραγματικότητα» και β) Η ουτοπική διάψευση των αισθημάτων κατάθλιψης – δηλαδή, του βάρους της λύπης – με αντίθετα αισθήματα, τεχνητά κατασκευασμένα, όπως ελαφρότητα, αστειότητα κλπ. Γενικότερα, η εν λόγω ψυχική άμυνα αφορά το αντιστάθμισμα μιας όλο και πιο συχνής καταθλιπτικής συνθήκης ύπαρξης χωρίς χαρά, ενδιαφέρον, αίσθημα πληρότητας κλπ. με την ακριβώς αντίθετή της υπεδραστηριότητα, υπερκοινωνικότητα, ψευδοικανοποίηση κλπ.
Συγχρόνως, ψυχολογικά αποτελεί μια κινηματογραφική και θεατρική θεώρηση του εαυτού, όπου το κάθε άτομο, χαριτολογώντας θα λέγαμε, «κάνει τη ζωή του ταινία», φιλμάροντας τον εαυτό του, φωτογραφίζοντας τις προσωπικές του στιγμές και αναρτώντας ανά πάσα ώρα και στιγμή ενημερώσεις του προφίλ του, εκθέτοντας τον εαυτό και τη ζωή του ως «επώνυμος». Δηλαδή, το άτομο συμπεριφέρεται στον εαυτό του όπως θα έκαναν οι παπαράτσι με μια διασημότητα. Επί της ουσίας, ο καθένας προσομοιώνει τις εικόνες του εαυτού του με εκείνες των διασήμων. Έτσι, μέσα από τις κοινοποιήσεις και τα «like», η ζωή του κάθε ατόμου αναγνωρίζεται και αποκτά αξία. Μια αναγνώριση η οποία δεν προκύπτει από πράξεις και συμπεριφορές που έχουν κάποια ηθική, οικονομική, πολιτική ή άλλη αξία, αλλά αποκτούν κύρος και αναγνωρισιμότητα μόνο και μόνο από το γεγονός της ανακοίνωσής τους στους άλλους.
Κλείνοντας – και για να καλωσορίσουμε την καινούργια σχολική χρονιά – αξίζει να αναφέρουμε ότι από όλα τα ισοπεδωτικά μέτρα που επέβαλλε η ανεκδιήγητη ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας στη λειτουργία των ελληνικών σχολείων, αυτό που προκάλεσε, όπως αναφέρουν δημοσιεύματα εφημερίδων, την μαζική αντίδραση και την οργή των γονέων και κηδεμόνων των μαθητών (με κεντρικό επιχείρημα: το κινητό χρειάζεται για λόγους ασφαλείας των παιδιών), ήταν η εκ των άνω απαγόρευση της χρήσης κινητού τηλεφώνου στο σχολείο από τους μαθητές. Δηλαδή το μόνο ίσως σωστό μέτρο που έχει προταθεί από το Υπουργείο Παιδείας!
Ευγενία Σαρηγιαννίδη- Ψυχολόγος
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ποντιακή Γνώμη», Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2016, Έτος 8ο, Αρ. Φύλλου 89-90.
[1] Όπως υποστηρίζει ο διάσημος παιδίατρος και ψυχαναλυτής Ν. Βίννικοτ.
Κοινοποιηση